ἀναμαρμαίρω

ἀναμαρμαίρω
ἀνα-μαρμαίρω, aufglänzen machen, Feuer entzünden

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αναμαρμαίρω — ἀναμαρμαίρω (Α) (για φυσητήρα σιδηρουργού) κινούμαι γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα * + μαρμαίρω «αστράπτω»] …   Dictionary of Greek

  • μαρμαίρω — (Α μαρμαίρω) 1. λάμπω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ, αστράφτω 2. (για φως) τρεμολάμπω, τρέμω, λαμπυρίζω («νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μαρμαίρω (< *μαρμαρ jω), με επένθεση τού ζ και διπλασιασμό, καθώς και το επίθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”